Χοκάιντο

Χοκάιντο
Νησί της Ιαπωνίας, το βορειότερο από τα 4 μεγάλα νησιά του αρχιπελάγους. Έχει έκταση 78.000 τ. χλμ. (78.523 τ. χλμ. με τα μικρότερα νησιά που είναι ενωμένα διοικητικά μαζί του) και πληθυσμό 5.671.000 κατ. Το νησί, που χωρίζεται από το νησί Χονσού με τον πορθμό Τσουγκαρού, είναι ορεινό, με διάφορους ηφαιστειακούς κώνους ακόμα σε ενέργεια (ψηλότερη κορυφή είναι η Ασάχι, 2.290 μ.)· από τα κεντρικά ανάγλυφα ξεκινούν ακτινοειδώς οι κυριότεροι ποταμοί: ο Ισικάρι στα ΝΔ, ο Τέσιο στα ΒΔ, ο Τοκάτσι στα ΝΑ. Το κλίμα είναι αρκετά τραχύ εξαιτίας του ψυχρού ρεύματος της Οχοτσκικής Θάλασσας· χιονοπτώσεις παρατηρούνται για περίπου 6 μήνες τον χρόνο και οι πάγοι καθιστούν για μεγάλο διάστημα αχρησιμοποίητα όλα σχεδόν τα λιμάνια. Το νησί αποτελείται διοικητικά από ένα μόνο νομό που έχει πρωτεύουσά του το Σαπόρο (1.542.979 κάτ.), μεγάλη βιομηχανική και εμπορική πόλη, που ιδρύθηκε το 1871.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Λα Περούζ, Ζαν Φρανσουά ντε Γκαλόπ, κόμης του- — (Jean François de Galaup Comte de La Pérouse, 1741; – 1788). Γάλλος εξερευνητής. Αφού υπηρέτησε στο γαλλικό ναυτικό επί 29 χρόνια, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ του ανέθεσε την εξερεύνηση των άγνωστων, την εποχή εκείνη, περιοχών του Ειρηνικού ωκεανού. Για… …   Dictionary of Greek

  • οχοτσκικός — ή, ό φρ. «Οχοτσκική Θάλασσα» βορειοδυτικός βραχίονας τού Ειρηνικού Ωκεανού που περικλείεται από τις ακτές τής βορειοανατολικής Σιβηρίας, από τη Χερσόνησο Καμτσάτκα, τις Νήσους Κουρίλες, από την Ιαπωνική νήσο Χοκάιντο και από τη σοβιετική νήσο… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνού — Φυλή περίπου 20.000 ατόμων, που κατοικούν στα νησιά Χοκάιντο, Σαχαλίνη και Κουρίλες. Φυλετικά ανήκουν στους ευρωπίδες, δεν έχουν την πτυχή στα βλέφαρα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της κίτρινης φυλής και έχουν έθιμα αρκετά πρωτόγονα, όταν συγκρίνονται …   Dictionary of Greek

  • Κουρίλες — (Kurile). Αρχιπέλαγος (10.200 τ. χλμ., περ. 20.000 κάτ. το 2000) του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, το οποίο ανήκει πολιτικά στη Ρωσία (στα ρωσικά Κουρίλσκιγιε Όστροβα). Οι K., που βρίσκονται μεταξύ 43° και 50° βόρειου πλάτους, εκτείνονται… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοασιατικές γλώσσες — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται μία ομάδα γλωσσών (που ονομάζονται επίσης υπερβόρειες ή παλαιοσιβηρικές). Xρησιμοποιούνται στη βορειανατολική Ασία, σε εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και σε τμήμα του Ουζμπεκιστάν. Η υπαγωγή των γλωσσών αυτών… …   Dictionary of Greek

  • Σαπόρο — Πόλη της Ιαπωνίας (1 542 979 κάτ.), πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη του νησιού Χοκαϊντό. Βρίσκεται 280 χλμ. βορειοδυτικά του λιμανιού Χακοντάτε, με το οποίο συνδέεται σιδηροδρομικά. Η Σ. είναι αξιόλογο βιομηχανικό κέντρο κατεργασίας γεωργικών… …   Dictionary of Greek

  • Χακοντάτε — Πόλη (319.194 κάτ.) της Ιαπωνίας ονομαστή για τα κατάλοιπα παλαιών οχυρωματικών έργων. Βρίσκεται Δ του νησιού Χοκάιντο, χτισμένη σε βραχώδη χερσόνησο, και προστατεύεται από ένα καλά οχυρωμένο λιμάνι. Η πόλη διετέλεσε πρωτεύουσα του νησιού έως το… …   Dictionary of Greek

  • Χονσού — Νησί της Ιαπωνίας, το πλέον εκτεταμένο του αρχιπελάγους. Έχει έκταση 230.862 τ. χλμ. (231.090 τ. χλμ. με τα μικρότερα νησιά που είναι ενωμένα μαζί του διοικητικά) και πληθυσμό 98.353.000 κάτ. Έχει σχήμα τόξου ανοιχτού στα ΒΔ, μήκους περίπου 1.400 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”